- σάλπιγξ,-ιγγος
- + ἡ N 3 13-29-22-19-17=100 Ex 19,13.16.19; 20,18; Lv 23,24(war) trumpet Ex 19,13; trumpet call Zph 1,16; trumpeter 2 Kgs 11,14Cf. HARLE 1988, 43; LE BOULLUEC 1989, 211; PELLETIER 1975, 231; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
σαλπίγγιον — τὸ, ΜΑ [σάλπιγξ, ιγγος] μσν. είδος ένυδρου φυτού, ἱππουρίς* αρχ. (με υποκορ. σημ.) μικρή σάλπιγγα … Dictionary of Greek
σαλπιγγοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα σάλπιγγας, που μοιάζει με σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + ειδής*] … Dictionary of Greek
σαλπιγγολογχυπηνάδαι — οἱ, Α σαλπιγκτές με λογχοειδή γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + λόγχη + ὑπήνη «μουστάκι, γενειάδα» + κατάλ. άδης] … Dictionary of Greek
σαλπιγγοφανής — ές, Α όμοιος με σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μετεωρο φανής, οφθαλμο φανής] … Dictionary of Greek
σαλπιγγωτός — ή, όν, Α κατασκευασμένος σε σχήμα σάλπιγγας («σαλπιγγωτὴ λυχνία», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
χρυσοσάλπιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει χρυσή σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σάλπιγξ] … Dictionary of Greek
ψάλτιγξ — ιγγος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «κιθάρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω / ψάλτης, αναλογικά προς τα φόρμιγξ, σάλπιγξ] … Dictionary of Greek